- χώνευμα
- χώνευμαmolten-workneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
χώνευμα — εύματος, το, ΝΜΑ, και χώνεμα Ν [χωνεύω] νεοελλ. 1. πέψη, χώνευση 2. (σχετικά με μέταλλα) τήξη 3. καύση διαφόρων αντικειμένων ώσπου να μετατραπούν σε στάχτη, αποτέφρωση μσν. αρχ. χυτό δημιούργημα … Dictionary of Greek
χωνεύμασιν — χώνευμα molten work neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χωνεύματα — χώνευμα molten work neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χωνεύματι — χώνευμα molten work neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χωνεύματος — χώνευμα molten work neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
слияние — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;} сущ. (греч. χώνευμα) литая вещь, в частности статуя. … … Словарь церковнославянского языка
χωνευτός — ή, ό / χωνευτός ή, όν, ΝΜΑ [χωνεύω] (για μέταλλα) χυτός νεοελλ. 1. ενσωματωμένος στο εσωτερικό τοίχου, ξύλου ή άλλου υλικού (α. «χωνευτή κεφαλή βίδας» β. «χωνευτά ντουλάπια») 2. το ουδ. ως ουσ. το χωνευτό (παλ. τ.) η ιδιότητα τών μετάλλων να… … Dictionary of Greek
ՁՈՅԼ — (ձուլոյ, ոց կամ լի, ից.) NBH 2 0160 Chronological Sequence: Early classical, 6c, 9c, 13c ա. ՁՈՅԼ. χυτός fusilis, fusus στερεός solidus, firmus συγκεκλειμένος conclusus. գրի եւ ՁՈՅՂ, ՁԻՒԼ. Արմատ ձուլելոյ. որպէս Ձուլեալ. ձուլած. միապաղաղ. եւ Պինդ.… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
ՁՈՒԼԱԾՈՅ — (ի, ից.) NBH 2 0161 Chronological Sequence: Early classical, 9c, 10c գ. ՁՈՒԼԱԾՈՅ χώνευμα, χονευτόν conflatile, fusile. կամ ՁՈՒԼԱԾՈՒ. գրի եւ ՁՈՒՂԱԾՈՒ. Ձուլեալ ինչ. ձոյլ. մանաւանդ դրօշեալն. թափծու բան. ... *Արարին իւրեանց ձուլածոյս: Ստեղծին իւրեանց … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
χώνεμα — χώνεμα, το και χώνευμα, το, ατος 1. χώνεψη. 2. στάχτιασμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)